μαλθακός

μαλθακός
μαλθᾰκός (-ᾶς, -ᾷ, -άν; -ῷ, -όν, -ά acc.: cf. μαλακός.)
1 soft, gentle

ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες O. 2.90

οὐδέ μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι κοινανίαν μαλθακὰν παίδων ὀάροισι δέκονται P. 1.98

μαλθακᾷ φωνᾷ P. 4.137

δρόσῳ μαλθακᾷ P. 5.99

φθέγματι μαλθακῷ P. 8.31

οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσσον εὐλογία pr. N. 4.4

νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.49

ὦ παῖδες, ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι (Boeckh: μαλθακωρας codd.) fr. 122. 8. pro subs., τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι gentleness P. 8.6

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαλθακός — soft masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… …   Dictionary of Greek

  • μαλθακός — ή, ό 1. μαλακός, τρυφερός, απαλός. 2. μτφ., αποχαυνωμένος, καλομαθημένος: Είναι μαλθακός άντρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαλθακά — μαλθακός soft neut nom/voc/acc pl μαλθακά̱ , μαλθακός soft fem nom/voc/acc dual μαλθακά̱ , μαλθακός soft fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακώτερον — μαλθακός soft adverbial comp μαλθακός soft masc acc comp sg μαλθακός soft neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακωτέραις — μαλθακός soft fem dat comp pl μαλθακωτέρᾱͅς , μαλθακός soft fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακωτέρων — μαλθακός soft fem gen comp pl μαλθακός soft masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακῶν — μαλθακός soft fem gen pl μαλθακός soft masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακόν — μαλθακός soft masc acc sg μαλθακός soft neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακώτατα — μαλθακός soft adverbial superl μαλθακός soft neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακώτατον — μαλθακός soft masc acc superl sg μαλθακός soft neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”